Από το facebook της Βαρβάρας Βλαχοπούλου
Στο μικρό ούζο μπακάλικο στην είσοδο του χωριού, ο Στέργιος παρέα με τον δάσκαλο και τους φίλους του,τα έπινε μπρος τον πάγκο….πλεγμένες σκιές μέσα στο αρρωστημένο φως μιας λάμπας πετρελαίου.
Κατοχή.
Η πείνα πέρσευε αλλα εκείνη τη μέρα πέρσεψε κι η τύχη και τους χτύπησε την πόρτα ένας γαλέος.Τον ειχε ψαρέψει αποβραδίς ο Πανάγος. Με κίνδυνο της ζωής του,τον έκρυψε απο τον έλεγχο των Γερμανών και τον έφερε πρωί πρωί τυλιγμένο σε ενα παλιοτσούβαλο,μπεσκέσι στο φίλο του,να βγάλει μια υποχρέωση.
Ξημέρωναν Χριστούγεννα και καλύτερη μέρα δε θα μπορούσε να ευρισκε για να βγάλει την υποχρέωσή του.Ετσι η κυρά του τηγάνιζε κρυφά σήμερα παραμονή,στο βάθος της μισόφεγγης κουζίνας της έναν γαλέο. Νωρίτερα ειχε φάει τον κόσμο να εξοικονομήσει μερικές σκελίδες σκόρδο και με λιγοστό σουσαμέλαιο να χτυπήσει στο ξύλινο γουδί της,μια άπορη κατοχική σκορδαλιά ,μη μείνει ασυνόδευτος ο γαλέος! Κρυφα το ένα,κρυφά το άλλο…τη μυρωδιά πως να την κρύψεις βρε αδερφέ;Αυτη ειχε απλωθεί ανενόχλητη στον τριγύρω χώρο και ειχε πάρει και την κατηφοριά της αγοράς.Μες την παρθένα στεγνή ερημιά της η μυρωδιά τηγανητού ψαριού ξεχύθηκε σπάνιο άρωμα που μάζεψε γύρω του τις οσφρήσεις. Πόρτες και παραθύρια άνοιγαν για να πάρουνε έστω μια τζούρα…
Τζούρα πήρε και ο Μαξ ,ο ανώτατος αξιωματικός της Γκεστάμπο,το δεξί χέρι του Κόνραντ.Έτυχε να περνά απο κει με το ευέλικτο τζίπ του.Τα ρουθούνια του τρεμόπαιξαν,πήρε βαθειά εισπνοή και ένας μορφασμός απορημένης ευχαρίστησης. εμφανίστηκε στο πρόσωπό του κι έσπασε τη μονοτονία της παγωμένης του όψης»Stop»,διέταξε στον οδηγό του.Κατέβηκε, του έκανε νόημα να φύγει και μόνος του προχώρησε σαν ύπνοβάτης πάνω στη μυρωδιά.Χτυπά την πόρτα. Ο σκουριασμένος μεντεσές έτριξε,η πόρτα φοβισμένη άνοιξε και τα πρεσβυωπικά μάτια του παντοπώλη βγήκαν απο τα κοκαλένια άχρωμα γυαλιά του σεργιάνι στην τρομάρα,αποφασισμένα να πάρουνε τα όρη και τα βουνά,να βγούμε στο αντάρτικο.
«Τι θέλει τούτος;Τη βάψαμε…Κάμε κουμάντο συνήγορε » είπε και τραβήχτηκε στο πλάι να περάσει ο Γερμανός,ο ούτε λίγο ούτε πολύ ανώτατος αξιωματικός της Γκεστάπο,δεξί χέρι του Κόνραντ.Ο χώρος μικρός …το μυστήριο συμπυκνωμένο.
Ο Στέργιος,επιταγμένος νομικός της Γκεστάπο,προσέφερε τις υπηρεσίες του ως συνήγορος των συμπατριωτών του στα γερμανικά δικαστήρια και γνώριζε το Max.Τον πλησίασε του μίλησε στη Γαλλική,αυτός έδειξε να κατάλαβε,άπλωσε μια μάσκα ανθρωπιάς στο πρόσωπό του και βολεύτηκε ακουμπώντας τον αγκώνα του στον ταπεινό πάγκο των μερακλιδων.»Φίλε πιάσε ένα ποτήρι και γέμισ´το». Ο μαγαζάτορας που εν τω μεταξύ είχε μαζέψει γυαλιά και μάτια,έκανε ότι του ζήτησε ο Στέργιος και διστακτικά το πρόσφερε στον αναπάντεχο επισκέπτη.Και ο Max για πρώτη φορά έδιωξε το βούρδουλα απο τη ματιά του,κατέθεσε στον πάγκο τα βαριά του γαλόνια και έδειξε πως ήξερε να τρώει και γαλέο σκορδαλιά… Ξεκατουρήθηκε κιόλας.
Έδειξε βρε αδερφέ ανθρώπινα στοιχεία .Δεν ήταν ο μαρμαρένιος υποδιοικητής της Γκεστάπο με τη ματιά δρεπάνι.»Που κατουράτε;» ρώτησε χειρονομώντας.
Καλύτερα να μην του έδειχναν και να τον άφηναν να κατουρηθεί πάνω του.Του έδειξαν όμως κι αυτός έπρεπε να ανεβεί την ξύλινη σώσκαλα που έβγαζε σε ένα ξέσκέπαστο ταρατσί,με απροστάτευτα τα πλαϊνά του,για να συναντήσει ένα υποτυπώδες κατουρητήριο μετά δυσκολίας διακριτό.
Έπεφτε κι ένα πλαγιαστό ψιλόβροχο που θόλωσε περισσότερο τη ζαλισμένη απο το πιοτό ματιά του.Πολυ ήθελε να γίνει το κακό; Ξεστράτησε,παραπάτησε και βρέθηκε στο κενό,στριμωγμένος σε μια ρυπαρή σούδα,υγρή και ζοφερή,αποπατητήριο των βιαστικών.Μια σούδα που μεσολαβούσε ανάμεσα στο μπακάλικο και το διπλανό μαγαζί.
Μέσα στο ουζερί δε πήρε είδηση κανείς Ο Max όμως αργούσε και εύλογα κινητοποιήθηκαν να τον ψάξουν. Max εδώ,Max εκεί ο Max πουθενά.. Άφαντος…ώσπου μέσα απο τη σκοτεινή σούδα ακούστηκε το βογγγητό του. Το κέφι ολονών βρέθηκε πάραυτα μπρος την κάνη του εκτελεστικού!Επρεπε να βρούνε τρόπο να τον βγάλουν. Έπρεπε πάση θυσία να βγει απο κει μέσα ζωντανός.Αν ειχε σκοτωθεί ποιός θα πίστευε ότι μόνος του έπεσε;Ποιός; Ποιός;
«Για πες και συ Στέργιο που είσαι δικηγόρος»»Κανένας» είπε κοφτά ο Στέργιος και τους έσπρωξε προς τα σκαλιά να τα κατεβούνε τροχάδην ο ένας καταπόδι του άλλου,να βγούμε στο δρόμο ,να μπούμε στη σούδα να τον ανασύρουν ζωντανό…Ναί,οπωσδήποτε ζωντανό.Κι αυτός πια ένα βογγητό ακόμα δεν τούκοψε να βγάλει;Ενα μόνο ειχε ακουστεί και μετά τίποτα Λες να τα είχε τινάξει; Λες να βρεθούνε μές το τσακίρ κέφι όλοι τους με το πτώμα του υπαρχηγού της Γκεστάπο ανα χείρας. Ήταν στο κόλπο θα πούνε και ο δάσκαλος και ο συνήγορος.Θα μαρτυρούσε κι ο σοφέρ πως τον άφησε εκεί..Όχι …όχι…ούτε για αστείο δεν έπρεπε να έρχεται στο μυαλό τους…κι αυτο το πούστικο ειχε προλάβει κι ειχε γίνει εφιάλτης. Με τη βοήθεια ενός φακού τον ανέσυραν,βαρύ ασήκωτο,σκατωμένο.Κανείς τους δεν ηταν σε θέση να γνωρίζει αν ζούσε.Τον ξάπλωσαν φαρδύ πλατύ μέσα στο,μισοσκότεινο ουζερί.Η μυρωδιά του σκατού πάλευε με τη διάχυτη σορδίλα.Μια έρπουσα ανατριχίλα πέρασε σα σούβλα απο το ινιακό στον κοκκυγα και μια κιτρινίλα χρωμάτισε θάνατο τα πρόσωπά τους.Κατακίτρινοι έβλεπαν ο ένας τον άλλον.Σκηνη γκροτέσκα,μελοδραματική!!
«Τον Μαλάκα να φωνάξουμε ,τον Μαλάκα» είπε ένας κι ένας άλλος άρχισε να τρέχει.Δεν άργησε να εμφανιστεί τρεχάτος ,με την τσάντα του παραμάσχαλα ο κύριος Μαλάκας με τα μυωπικά γυαλιά του να γυαλίζουν απο το ψιλόβροχο,σφηνωμένα στη ρίζα της χοντρής του μύτης.Επίθετο να σου πετύχει κι αυτό!
Άκου Μαλάκας γιατρός πράγμα.Αντε να μη γνωρίζεις πρόσωπα και πράγματα και να εμπιστευτείς τη διάγνωση ενός Μυτιληνιού Μαλάκα !
Με φανερή αγωνία άρχισε να τον εξετάζει.Κούνησε πέρα δώθε την ανα τριχιαστική νεκρική μάσκα του Max. Σταμάτησε…τα ρουθούνια του τρεμούλιαςαν απορημένα στην πάλη των δυο μυρωδιών .»Ήθελα να ´ ξερα τι μεζέ τον ταϊσατε αθεόφοβοι,με σκατα την κάνατε τη σκορδαλιά;» είπε και περιέφερε τη ματιά του στα γνωστά πρόσωπα των φίλων του.Ειχε προσκληθεί κι ο ίδιος στο γαλέο -τσιμπούσι, αλλα γεννούσε η κυρα Μαριορίτσα και πηγαινοέρχονταν στο σπίτι της.Μέρα που βρήκε να γεννήσει κι αυτή!Ακουστικα ,πιεσόμετρο…απο τη σαστιμάρα του έπιασε και το θερμόμετρο.Μόνο κουταλάκι για τις αμυγδαλές που δε ζήτησε.»Ζει γιατρέ,ζει;» έπεφταν κανονιοβολιστες οι έρωτήσεις.Θαρρεις και είχαν κληθεί οι ένοικοι του Πύργου της Βαβέλ σε γενική συνέλευση,ο ένας το μακρύ του κι άλλος το κοντό του
«Τυχεροί ήσασταν …Ιν έχε τίποτις μωρέλιαμ. ..μιθσμένος ειν ο μπάσταρδος…Α περάς.Κάμε έναν πκρο καβέ κυρά α τον ποτίσουμ´ α σνέρτ»ειπε σε άπταιστα Μυτιλνιά ο γιατρός.
«Αν είναι μόνο μεθυσμένος αφήστε τον σε μένα » είπε η κυρα της παρέας.Το αινιγματικό της ύφος έδειχνε πως κάτι ψαχούλευε στο μυαλό τηςΑποτραβήχτηκε στην κουζίνα της.Κάτι τσίγκινοι ήχοι ακούστηκαν, κάτι γουδοχεριές έπεσαν και νάτη να εμφανίζεται με τα αϊβαλιώτικα γιατροσόφια της στο τάσι Απο δω τον είχε απο κει τον ειχε τον έστησε στα πόδια του»Ντρίνκι ντρινκι»» ακούστηκε ζωντανεμένη η φωνή του και άρχισε να χειρονομεί ζητώντας πιοτό «Άντε άντε ..πάγαινε με τ’αγερούδ αρκετά μας κοψοχόλιασες απόψε,χώρια που μας χάλασες και την ουζοποσία.Πότε τώρα να ξαναβρεθεί γαλέος;» είπε ο Στέργιος κι άνοιξε διάπλατα την πόρτα στο σκοτάδι..
Όλα συνηγορούσαν για τη γέννηση του Χριστού απόψε.Το μεστό κρύο ,το ψιλόβροχο που έπεφτε πλαγιαστό….
Κανείς τους βέβαια δε προθυμοποιήθηκε να τον συνοδέψει Ο εχθρός ειναι πάντα ύπουλος.Μπορει να ισχυριστεί πως σε κρέμασε στο Σταυρό για να σε προσκυνά. Τον άφησαν στο έλεος του ψιλόβροχου…το πήρε καταπόδι…
Η καμπάνα περίμενε την άρση απαγόρευσης για να αναγγείλει το Χριστός γεννάται δοξάσατε…κι οι μπερντέδες στα παραθύρια μπόδιζαν την ελευθερία στη χαρά της μεγάλης γιορτής….
Καλα Χριστούγεννα
Απο το βιβλίο μου » Να μη ξεχνάς ειν’αμαρτία να ξεχνάς»
Varvara Vlahopoulou
´
Πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου