Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στις 26-9-2016 στο Αυτοδιαχειριζόμενο Πάρκο Ναυαρίνου (στα Εξάρχεια).
Η εισήγηση της Άννας Καρακατσούλη (Ιστορικός, ΤΘΣ, ΕΚΠΑ)
Πριν από τρία χρόνια, το Μάιο του 2013, συνδιοργανώσαμε μαζί με τις Εκδόσεις των Συναδέλφων μια διημερίδα στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών για «Το ελληνικό βιβλίο στην κρίση». Το θέμα είναι δυστυχώς σήμερα ακόμα επίκαιρο και πολύ πιο πιεστικό για τις εκδοτικές επιχειρήσεις, τους εργαζόμενους στο χώρο του βιβλίου και τους αναγνώστες, ενεργούς και μελλούμενους. Τι χάσαμε, τι επιδεινώθηκε σε αυτά τα τρία χρόνια; Ανακεφαλαιώνουμε πράγματα γνωστά. Καταργήθηκε το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ), καταργήθηκε επίσης η ενιαία τιμή βιβλίου, για να επανέλθει στη συνέχεια εν μέρει και κατά τρόπον ατελή, ώστε να μην εξυπηρετείται πλέον ο βασικός λόγος θέσπισής της, η επιβίωση δηλαδή των μικρών ανεξάρτητων βιβλιοπωλείων, αυξήθηκε η φορολόγηση, επιδεινώθηκε η επισφάλεια στο χώρο εργασίας, στα βιβλιοπωλεία και στους εκδοτικούς οίκους, με την ευκαιριακή απασχόληση, τα μπλοκάκια, την απλήρωτη εργασία κ.λπ., ενώ η ενίσχυση των δημόσιων και δημοτικών βιβλιοθηκών εγκαταλείφθηκε ουσιαστικά στην ιδιωτική πρωτοβουλία, ακόμη και όσον αφορά την εθνική παρακαταθήκη της πνευματικής κληρονομιάς της χώρας, την Εθνική Βιβλιοθήκη, με τις παντοειδείς δεσμευτικές ρήτρες που όρισε το Ίδρυμα Νιάρχος και που σιγά σιγά βγαίνουν στο φως της δημοσιότητας. Με την ανακοίνωση του λουκέτου στο ιστορικό βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκη τον περασμένο Σεπτέμβριο επανήλθε στην επικαιρότητα η συζήτηση για την οριακή κατάσταση του ελληνικού εκδοτικού και βιβλιοπωλικού πεδίου. Εδώ θα θέλαμε να εξετάσουμε το θέμα με μια διευρυμένη προοπτική, να στραφούμε δηλαδή σε γειτονικές βιβλιαγορές, σε χώρες του ευρωπαϊκού Νότου που επίσης βρίσκονται σε κρίση, και να βρούμε, αν υπάρχουν, χρήσιμα ανάλογα. Ειδικότερα, θα εξετάσουμε τις περιπτώσεις της Ισπανίας, της Ιταλίας και της Γαλλίας, με τις επιφυλάξεις που αρμόζουν κάθε φορά.
Θα ξεκινήσουμε από την Ισπανία τονίζοντας εξαρχής ότι τα μεγέθη και οι δομές των αγορών δεν είναι συγκρίσιμα. Η ισπανική εκδοτική βιομηχανία εκτιμάται στα 6 δισ. ευρώ και απασχολεί περίπου 110.000 άτομα. Είναι προσανατολισμένη κυρίως στις εξαγωγές, καθώς απευθύνεται στο παγκόσμιο ισπανόφωνο αναγνωστικό κοινό, στη μητρόπολη και στις πρώην αποικίες της, όπου τα ισπανικά είναι μητρική γλώσσα ενός πληθυσμού 400 εκατομμυρίων (η 2η γλωσσική κοινότητα παγκοσμίως μετά τα κινεζικά!). Οι φυσικοί ομιλητές της ελληνικής φθάνουν μετά βίας τα 13 εκατομμύρια…
Παρά ταύτα υπάρχουν αναλογίες που μπορούμε να επισημάνουμε. Η ισπανική παραγωγή εμφάνισε φαινόμενα υπερδιόγκωσης από το 2008, δηλαδή περίπου ταυτόχρονα με την ελληνική, με τους εκδότες να πολλαπλασιάζουν τους νέους τίτλους και αντίστοιχα να ελαττώνουν δραστικά το χρόνο παραμονής των βιβλίων στους πάγκους. Το 2008 τυπώθηκαν 367,4 εκατομμύρια βιβλία στην Ισπανία, και το 2014 αυτό το ιλιγγιώδες μέγεθος είχε μειωθεί κατά 38%, στα 226,5 εκατομμύρια. Αντίστοιχα, οι πωλήσεις έπεσαν κατά 36%, από τα 240,6 εκατ. ευρώ το 2008 στα 153,6 εκατ. το 2014. Την ίδια καθοδική πορεία είχαν τα «τραβήγματα», από 5.035 κατά μέσο όρο κάθε έκδοσης το 2008 στα 2.886 το 2014, ενώ οι αριθμοί ISBN μειώθηκαν κατά 12%. Ταυτόχρονα, οι τιμές των βιβλίων αυξήθηκαν, καθιστώντας το βιβλίο ακόμα λιγότερο προσιτό, με τη μέση τιμή να ανεβαίνει κατά ένα ευρώ περίπου, από τα 13,26 ευρώ στα 14,29 ευρώ. Η ισπανική εκδοτική αγορά στηρίχθηκε αυτά τα χρόνια κατά κύριο λόγο στις εξαγωγές προς τη Λατινική Αμερική, των οποίων η μείωση ήταν πολύ λιγότερο δραματική (από 545.982 ευρώ το 2008 στα 541.765 ευρώ το 2014). Από το 2015 ο εξαγωγικός τομέας ανέκαμψε πλήρως και για το 2016 εμφανίζει αύξηση κατά 6,3%.
Αν θέλουμε να δούμε την ποιοτική κατανομή, έχει ενδιαφέρον ότι κατά την κρίσιμη περίοδο το παιδικό και εφηβικό βιβλίο αύξησε το μερίδιό του στην αγορά (12,5% από 10,3%), πράγμα που σημαίνει ότι η αγορά βιβλίων για τα παιδιά παρέμεινε προτεραιότητα στους μειωμένους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών. Από την άλλη, μεγάλος ήταν ο αντίκτυπος στην εγχώρια αγορά των περικοπών στις δαπάνες για τις βιβλιοθήκες, το πρώτο θύμα των μέτρων των δήμων και των Αυτόνομων Περιοχών της Ισπανίας, καθώς και από την κατάργηση των επιδομάτων που λάμβαναν οι οικογένειες για την προμήθεια σχολικών βιβλίων. Η Ένωση Ισπανών Εκδοτών μάλιστα θεωρεί τη μείωση των κρατικών προϋπολογισμών για το βιβλίο πρωταρχική αιτία του μαρασμού της αγοράς.
Η χειρότερη χρονιά, το annus horibilis των Ισπανών εκδοτών, ήταν το 2013-2014. Από το 2014 ωστόσο οι στατιστικές εμφανίζουν πιο θετική εικόνα και οι πωλήσεις αυξήθηκαν για πρώτη φορά από το 2008: 2.195 δισ. ευρώ έναντι 2.181 δισ. ευρώ το 2013. Η αντιστροφή του αρνητικού κλίματος αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στη δραστηριότητα και την τόλμη μικρών ανεξάρτητων εκδοτών που ανοίχτηκαν σε νέα είδη, όπως τα graphic novels, ή σε εκδόσεις στις τοπικές γλώσσες, όπως τα καταλανικά, τα γαλικιανά και τα βασκικά. Ένας από τους πιο δυναμικούς τομείς στην εσωτερική αγορά σήμερα είναι τα βιβλία για εφήβους (Young Adults, YA): 12,5% της αγοράς το 2014 έναντι 10,3% το 2008. Άλλες κατηγορίες που εμφανίζουν ικανοποιητική κίνηση είναι η «γυναικεία λογοτεχνία», η ισπανική πολιτική και τα βιβλία μαγειρικής. Παράλληλα, η αγορά του ψηφιακού βιβλίου αναπτύσσεται με ακόμη ταχύτερους ρυθμούς πραγματοποιώντας ένα άλμα 37%, και πλέον αποτελεί το 5% των συνολικών πωλήσεων. Η γενική αυτή βελτίωση θεωρείται αποτέλεσμα της συστηματικής εκστρατείας της Γενικής Ομοσπονδίας Εκδοτών για την προώθηση της ανάγνωσης, την προσέλκυση αναγνωστών στις δημόσιες βιβλιοθήκες και την ανάδειξη της σημασίας της ανάγνωσης ως πρακτικής και έξω από το εκπαιδευτικό πλαίσιο. Η καμπάνια αυτή υιοθετήθηκε και υποστηρίχθηκε από όλα τα πολιτικά κόμματα, από το Λαϊκό Κόμμα μέχρι τους Podemos. Άλλοι ενισχυτικοί παράγοντες είναι ο υψηλός αριθμός σημείων πώλησης βιβλίων στην Ισπανία (περίπου 20.000, κάθε είδους, σε όλη τη χώρα, αν και προκαλεί σοβαρές ανησυχίες το κλείσιμο πολλών ανεξάρτητων βιβλιοπωλείων) και οι συστηματικοί λογοτεχνικοί διαγωνισμοί, από δημοτικές αρχές, εκδοτικούς οίκους, ιδιωτικές επιχειρήσεις κ.ά., που συντηρούν και επαυξάνουν το ενδιαφέρον των Ισπανών για τη λογοτεχνία. Ο ετήσιος διαγωνισμός των Ισπανικών Σιδηροδρόμων, για παράδειγμα, δίνει από 6.000 ευρώ για το καλύτερο διήγημα και ποίημα με θέμα τα τρένα…
Το γεγονός ότι η ισπανική εκδοτική βιομηχανία εμφανίζει πολύ μικρότερο συγκεντρωτισμό από άλλες βιβλιαγορές στην Ευρώπη (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και Γερμανία κυρίως) εγγυάται συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού και ενός αξιοθαύμαστου πολιτισμικού πλουραλισμού που διαθέτει χώρο για τα πιο δημοφιλή λαϊκά αναγνώσματα αλλά και τις πλέον απαιτητικές λογοτεχνικές φωνές. Οι Ισπανοί εκδότες παραμένουν στην πλειονότητά τους μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις (όπως και στην ελληνική περίπτωση), που κατορθώνουν να συνυπάρχουν με τον παγκόσμιο κολοσσό Planeta (11ο στη διεθνή κατάταξη τo 2015, 8ο για το 2014), ο οποίος συγκεντρώνει περίπου εκατό εκδοτικούς οίκους και εμφανίζει κύκλο εργασιών 1.658 δισ. ευρώ για το 2015.
Ένα πρόσθετο θετικό σημείο, που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί και στην ελληνική περίπτωση, είναι τα πληροφορικά εργαλεία που διαθέτουν οι Ισπανοί εκδότες για να παρακολουθούν την κίνηση της αγοράς. Το Dilve παρέχει πληροφόρηση για όλους τους διακινούμενους τίτλους, το Sinli θέτει τα πρότυπα για την πληροφορία σχετικά με το βιβλίο και το Librired ενημερώνει σε πραγματικό χρόνο για τις πωλήσεις και το στοκ στη λιανική. Είναι σημαντικό να τονίσουμε πως, αν και παρόμοια εργαλεία λειτουργούν και σε άλλες χώρες, τα εκμεταλλεύονται συνήθως ιδιωτικές επιχειρήσεις (η Nielsen στη Μεγάλη Βρετανία και η Bowker στις ΗΠΑ). Στην Ισπανία τα συστήματα αυτά είναι, αντίθετα, εξέλιξη προγραμμάτων που εκπόνησαν από κοινού οι ενώσεις και οι φορείς του βιβλίου από όλη τη χώρα. Αυτό συμβαδίζει με την εντεινόμενη προσπάθεια των εκδοτών για την ψηφιοποίηση των καταλόγων τους (νέοι και παλιοί τίτλοι). Κατ’ αντιστοιχία, ένα από τα προβλήματα που θεωρούνται κρίσιμα για το μέλλον του κλάδου είναι τα πολύ υψηλά ποσοστά πειρατείας (που υπολογίζονται στο 80%) και απώλειες εσόδων που φθάνουν τα 1,7 δισ. ευρώ, σύμφωνα με την Ομοσπονδία Ισπανών Εκδοτών. Τέλος, και παρά την ασφάλεια που παρέχει η εξωστρέφεια της παραγωγής, θεωρώντας ότι η εκδοτική δραστηριότητα απαιτεί την ύψιστη πολιτική και κοινωνική προσοχή, οι φορείς του βιβλίου, που έχουν συνασπιστεί στην Ένωση Επιμελητηρίων του Βιβλίου της Ισπανίας (FEDECALI), εγκαινίασαν το Ολοκληρωμένο Πρόγραμμα για την Προώθηση του Βιβλίου και της Ανάγνωσης, που μεταξύ άλλων προβλέπει βοήθεια προς τους βιβλιοπώλες, δράσεις στην εκπαίδευση και φορολογική υποστήριξη για τη λιανική. Η γενική διαπίστωση είναι ότι ο χώρος του βιβλίου στην Ισπανία διασώθηκε από την καταστροφή κατά μεγάλο μέρος χάρη αφενός στην υγιή κατάσταση των εκδοτικών επιχειρήσεων και τη διεθνή δεξαμενή ισπανόφωνων αναγνωστών και αφετέρου χάρη στην ενεργή στήριξή του από κρατικούς και ιδιωτικούς συλλογικούς φορείς και την ισχυρή ρυθμιστική πολιτική της Πολιτείας. Απόδειξη για την κοινή συνείδηση της σημασίας του βιβλίου για την κοινωνία και για τη μετάδοση της γνώσης και του πολιτισμού είναι ότι, παρά τη σοβαρότατη κρίση της ισπανικής οικονομίας, το έντυπο βιβλίο εξακολουθεί να βαρύνεται με τον χαμηλότερο φορολογικό συντελεστή του 4%, όταν τα υπόλοιπα πολιτισμικά αγαθά (μαζί και το ψηφιακό βιβλίο) υπάγονται σε ΦΠΑ 8%-21%.
Για το έτος 2014, για το οποίο διαθέτουμε συγκριτικά στατιστικά στοιχεία, η Ισπανία εμφανίζεται μαζί με την Ιταλία μεταξύ των πέντε ευρωπαϊκών χωρών με τη μεγαλύτερη παραγωγή νέων τίτλων (τις πρώτες θέσεις καταλαμβάνουν η Μεγάλη Βρετανία, η Γερμανία και η Γαλλία). Η Ιταλία ήταν και είναι μια δύσκολη αγορά για το βιβλίο, κυρίως λόγω του χάσματος Βορρά-Νότου και του περιορισμού του αναγνωστικού κοινού στις μεγάλες πόλεις. Η εκδοτική της βιομηχανία γνώρισε μια μεγάλη ανατροπή ήδη στα τέλη του 20ού αιώνα, όταν οι παλαιές εκδοτικές δυναστείες, που κυριαρχούσαν στο χώρο (Einaudi, Mondadori και Rizzoli), έπαψαν να ελέγχονται από τις ιδρυτικές οικογένειες και είτε απορροφήθηκαν από κολοσσιαίους ομίλους είτε αποδυναμώθηκαν σημαντικά. Η αιτία της πτώσης και εδώ εντοπίζεται στην άγρια επεκτατική πολιτική που μεγέθυνε ανεξέλεγκτα τον κύκλο εργασιών, παρήγε πολύ περισσότερα αντίτυπα από όσα μπορούσε να «σηκώσει» η αγορά και συχνά παρασύρθηκε στην άκριτη συσσώρευση επιχειρηματικών συμμετοχών σε εφημερίδες, περιοδικά, τηλεόραση και κινηματογραφικές εταιρείες (περίπτωση Rizzoli). Σήμερα ο ιταλικός εκδοτικός κλάδος χαρακτηρίζεται, όπως και ο ισπανικός, από τη συνύπαρξη των μικρομεσαίων οικογενειακών επιχειρήσεων με τους κολοσσιαίους ομίλους που ενδυναμώνονται (τον Οκτώβριο του 2015 ο μεγαλύτερος όμιλος του Arnoldo Mondadori εξαγόρασε τον δεύτερο της αγοράς, τον RCS Libri, και πλέον ελέγχει πάνω από το 40% του εκδοτικού χώρου. Ωστόσο, η ιταλική παραγωγή αντιμετωπίζει πρόβλημα εξωστρέφειας, ανάλογο με της ελληνικής, καθώς πολύ λίγοι ξένοι εκδότες ενδιαφέρονται για τους σύγχρονους Ιταλούς λογοτέχνες (με την εξαίρεση, φυσικά, του/της Elena Ferrante που κυκλοφορεί και στα ελληνικά).
Η οικονομική κρίση της Ευρωζώνης επιδείνωσε την κατάσταση. Οι πωλήσεις έπεσαν κατά 4,6% το 2011 και επιπλέον 8,7% το 2012 υπό την πίεση των περικοπών μισθών και επιδομάτων, της βαριάς φορολογίας και της αυξανόμενης ανεργίας. Οι πιο πρόσφατες στατιστικές που είναι διαθέσιμες αφορούν το 2013 και δείχνουν πτώση των τίτλων κατά 4,1% (μείον 64.000) σε σχέση με το 2012, μείωση των πωλήσεων κατά 2,3% και του κύκλου εργασιών κατά 6,8%. Η σύγκριση γίνεται πιο δραματική αν δούμε τα νούμερα για το 2010, οπότε η συρρίκνωση της αγοράς φθάνει τo 17,7%. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2013 η FNAC πούλησε τα καταστήματά της και έφυγε από την Ιταλία (από την Ελλάδα, θυμίζουμε, είχε αποχωρήσει από το 2010). Ακόμη, όλες οι μετρήσεις δείχνουν ότι ο αριθμός των Ιταλών που διαβάζει έστω και ένα βιβλίο το χρόνο (που ήδη θεωρείται προβληματικά χαμηλός) μειώθηκε κατά 6,1% (ποσοστό που αντιστοιχεί σε 1,6 εκατ. χαμένους αναγνώστες). Αυτό το συρρικνούμενο κοινό επικεντρώνει τις επιλογές του στους καθιερωμένους συγγραφείς, όπως ο Umberto Eco ή ο Stephen King, και δεν διακινδυνεύει τις περιορισμένες αγορές του σε νέα ταλέντα. Η κατηγορία με την υψηλότερη ζήτηση είναι, και εδώ, τα βιβλία για νέους και εφήβους (YA), ενώ οι εκδότες παρακολουθούν επίσης την αγορά της αυτοέκδοσης ελπίζοντας να εντοπίσουν πιθανά μπεστ σέλερ.
Το μόνο μέγεθος με ανοδική πορεία είναι των ebooks, με εντυπωσιακή αύξηση κατά 43%, και πλέον το ψηφιακό βιβλίο αντιστοιχεί στο 3% της αγοράς. Παρά ταύτα, το σύνθημα της Έκθεσης Μικρών και Μεσαίων Εκδοτών στη Ρώμη, που διοργανώνεται το Δεκέμβριο του 2016 για 15η φορά, είναι «Più Libri Più Liberi» («Περισσότερα βιβλία, περισσότερο ελεύθεροι»)! Η Έκθεση της Ρώμης διευκολύνει ιδιαίτερα τους εκδότες εκείνους που δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στο υψηλό κόστος της Διεθνούς Έκθεσης στο Τορίνο, η οποία κυριαρχείται από τα εντυπωσιακά περίπτερα και τους διάσημους τηλεαστέρες συγγραφείς των «μεγάλων» εκδοτών. Στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν, οι ανεξάρτητοι εκδότες συνασπίζονται με τα μικρά βιβλιοπωλεία, εκτός των αλυσίδων που ελέγχουν την αγορά, και δοκιμάζουν δημιουργικούς τρόπους για να προσελκύσουν αναγνώστες: οργανώνουν συζητήσεις με τους συγγραφείς, τους αναγνώστες και τους κριτικούς, προσπαθούν να εκδίδουν βιβλία που είναι άρτια επιμελημένα και «όμορφα ως αντικείμενα», καταφεύγουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Και στην Ιταλία, όπως στην περίπτωση της Ισπανίας, τα graphic novels εμφανίζονται ιδιαίτερα δημοφιλή. Το ιταλικό κράτος χορήγησε ειδικές φορολογικές ελαφρύνσεις για τα έντυπα βιβλία προκειμένου να ενισχυθούν οι μικρομεσαίοι εκδότες και βιβλιοπώλες. Για αυτόν το λόγο, τα μέτρα δεν αφορούν τα ebooks, γεγονός που προκάλεσε αρκετές ενστάσεις. Αν και, πρέπει να παρατηρήσουμε, το Δεκέμβριο του 2014, η ιταλική κυβέρνηση εναρμόνισε τον ΦΠΑ στα έντυπα και τα ψηφιακά βιβλία στο 4% (μέχρι τότε τα ebooks φορολογούνταν στο 22%). Τέλος, η νομοθεσία (Νόμος Levi) απαγορεύει εκπτώσεις στην τιμή των βιβλίων μεγαλύτερες του 15%, εκτός από τα παζάρια των εκδοτικών οίκων μία φορά το χρόνο.
Οι πολύ μεγάλοι εκδότες υιοθετούν, βέβαια, λύσεις στην κλίμακά τους. Ο ανταγωνισμός εστιάζεται στην εξασφάλιση «έκθεσης» στα βιβλιοπωλεία, των οποίων ο αριθμός συρρικνώνεται με την κρίση, την ώρα που τα σουπερμάρκετ, που ήταν αρχικά ελκυστικά, για τους δημοφιλείς τίτλους τουλάχιστον, τώρα προτιμούν για τα ράφια τους πιο επικερδή προϊόντα. Το πιο φιλόδοξο παράδειγμα είναι τα τρία μέχρι στιγμής καταστήματα RED (= Read, Eat, Dream) που ο Οίκος Feltrinelli έχει ανοίξει σε Ρώμη το 2012, Μιλάνο και Φλωρεντία το 2014, σύγχρονοι πολυχώροι που συνδυάζουν βιβλιοπωλείο με προσωπικούς χώρους για ανάγνωση, πιάνο για ρεσιτάλ στο Τμήμα Μουσικής και παιχνίδια στο Παιδικό Τμήμα, αλλά και αγορά τροφίμων delicatessen, εστιατόριο και καφέ, όπου διατίθενται δωρεάν υπηρεσίες WiFi και ipads σε κάθε τραπέζι ώστε οι πελάτες να φυλλομετρούν τον κατάλογο των εκδόσεων και να κάνουν τις παραγγελίες τους τρώγοντας και πίνοντας. Τα βιβλία εκτίθενται στη βάση θεματικής παρουσίασης που εναλλάσσεται. Στόχος είναι το κοινό νεαρής ηλικίας, το εξοικειωμένο με την τεχνολογία και όχι απαραίτητα με τα παραδοσιακά βιβλιοπωλεία, να παραμένει στο χώρο για μεγάλο χρονικό διάστημα (στα RED επιτρέπονται τα σκυλιά…) καταναλώνοντας ό,τι προσφέρεται. Δεν εκπλήσσει ότι τo RED Μιλάνου συμμετείχε στη «Λευκή Νύχτα του Βιβλίου», στις 18 Ιουνίου 2016, που δεν είναι προφανώς ελληνική επινόηση… Τα επόμενα RED σχεδιάζονται για Μπολόνια και Νάπολη και το ύψος της όλης επένδυσης ανέρχεται στα 2 εκατομμύρια.
Στο όνομα της κρίσης, επίσης, εγκρίθηκε από την ιταλική Αρχή Ανταγωνισμού, το Δεκέμβριο του 2014, η συγχώνευση των κολοσσών Messagerie και Feltrinelli στον τομέα της διανομής με κάποια τυπική πρόνοια για την προστασία των μικρομεσαίων εκδοτών (που όμως στην ουσία επαφίενται στην καλή θέληση του «αγαθού γίγαντα» να μην αλλάξει τους όρους συνεργασίας). Ο κύριος ανταγωνιστής του πάντως, όπως και των παραδοσιακών βιβλιοπωλείων, δεν είναι άλλος από την Amazon. Ταυτόχρονα, για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της εσωστρέφειας της ιταλικής παραγωγής με στόχο την αμερικανική αγορά, η Ιταλική Επιτροπή Εμπορίου ίδρυσε μια ειδική Ομάδα Εργασίας (Publishing Task Force) στο Σικάγο προκειμένου να εξασφαλίσει συμφωνίες στις ΗΠΑ για μεταφράσεις σύγχρονων Ιταλών συγγραφέων.
Για το βιβλίο στη Γαλλία, το 2015 ήταν η πρώτη χρονιά όπου διαπιστώθηκε αύξηση των εσόδων, τα οποία βρίσκονταν σε σταθερή καθοδική πορεία από το 2010. Ο κύκλος εργασιών ανήλθε στα 2.667 δισ. ευρώ για πωλήσεις 436 εκατομμυρίων αντιτύπων (αύξηση 0,6% και 3,5% αντίστοιχα). Πρόοδο 2,3% εμφάνισαν επίσης οι πωλήσεις των μεταφραστικών δικαιωμάτων στο εξωτερικό με το 1/3 των τίτλων να αφορά τη νεανική λογοτεχνία και το 1/4 τα κόμικς, ενώ οι κύριες γλώσσες μετάφρασης είναι η κινεζική, η ιταλική και η ισπανική με πάνω από 1.000 συμβόλαια για την καθεμία. Στη θετική εικόνα της κίνησης της αγοράς συνέβαλαν πολύ διαφορετικοί τίτλοι, από το τελευταίο προκλητικό βιβλίο του Michel Houellebecq Υποταγή (που ήδη μεταφράστηκε στα ελληνικά από τις Εκδόσεις της Εστίας) και την παγκοσμίως ευπώλητη αμερικανική «ροζ» σειρά After της Anna Todd έως το νέο τεύχος του Αστερίξ. Το βιβλίο τσέπης εμφανίζει μικρή αύξηση, 1,6%, και καταλαμβάνει σταθερά το 1/4 του όγκου των πωλήσεων (και το 14% της αξίας τους), ενώ στο ψηφιακό βιβλίο παρατηρείται άνοδος από τα 161,4 ευρώ στα 164 εκατ. ευρώ, με μεγάλη όμως ανισοκατανομή μεταξύ των επιστημονικών (62,2%) και των λογοτεχνικών (περίπου 20%) τίτλων. Η εξαγγελθείσα εκπαιδευτική μεταρρύθμιση για το 2016 δημιουργεί μεγάλη αισιοδοξία στον κλάδο καθώς η μαζική ανανέωση των σχολικών βιβλίων υπολογίζεται ότι θα δώσει ιδιαίτερα δυναμική πνοή στον εκδοτικό χώρο. Θετική επίδραση στην ψυχολογία των ανθρώπων του βιβλίου έχει ακόμη η πρόσκληση της Γαλλίας ως Τιμώμενης Χώρας στην Έκθεση της Φρανκφούρτης για το 2017.
Τα βιβλία που κινούνται περισσότερο στη γαλλική αγορά είναι η λογοτεχνία, η λογοτεχνία για εφήβους (YA) και οι πρακτικοί οδηγοί. Η Γαλλία διαθέτει πολύ ισχυρή παράδοση βιβλιοπωλείων με ένα από τα πιο πυκνά δίκτυα στον κόσμο, και αυτά παραμένουν το κύριο δίκτυο διάθεσης των τίτλων με περίπου 15.000 καταστήματα σε όλη τη χώρα. Η απόφαση του γαλλικού κράτους να στηρίζει τα μικρά ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία με επιχορηγήσεις και με την απονομή, από το 2009, του σήματος LiR (Librairies indépendantes de référence), που τους δίνει φοροαπαλλαγές, πρόσβαση στις επιχορηγήσεις του γαλλικού Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (Centre National du Livre − CNL) και μια σφραγίδα ποιότητας για το επίπεδο υπηρεσιών και πληρότητας των τίτλων που προσφέρουν, εκτιμάται ως καθοριστική για την επιβίωσή τους έναντι του επιθετικού ανταγωνισμού των μεγάλων αλυσίδων. Τα σουπερμάρκετ, που διεκδίκησαν σοβαρά ένα ποσοστό της αγοράς την περασμένη δεκαετία, τώρα, όπως και στην Ιταλία, φαίνεται να αποσύρονται γενικότερα από το πεδίο των πολιτισμικών αγαθών. Αντίθετα, ανέρχονται τα εξειδικευμένα πολυκαταστήματα και οι διαδικτυακές πωλήσεις, ιδίως με τη φόρμουλα clic & collect (όπου οι αγορές πραγματοποιούνται μεν ηλεκτρονικά αλλά ο αγοραστής παραλαμβάνει τα προϊόντα ο ίδιος από συγκεκριμένα σημεία διάθεσης ελαχιστοποιώντας ή και καταργώντας τις χρεώσεις αποστολής). Επισημαίνουμε ότι στη Γαλλία ισχύει ο Νόμος Lang του 1981 για την Ενιαία Τιμή Βιβλίου, ρύθμιση-πρότυπο για πολλές ευρωπαϊκές χώρες, και αυτή εφαρμόζεται επίσης στους ψηφιακούς τίτλους (στην Ιταλία η αντίστοιχη νομοθεσία ψηφίστηκε το 2005 και στην Ισπανία το 2007). Η επίδραση της Ενιαίας Τιμής στη σταθερότητα και την πολιτιστική ποικιλομορφία του κλάδου θεωρείται από το Σύλλογο Γάλλων Εκδοτών αποφασιστικής σημασίας.
Τέλος, θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε τον σημαίνοντα ρόλο που παίζουν στη Γαλλία οι συντονιστικοί φορείς, δημόσιοι και ιδιωτικοί, που ενημερώνουν, συμβουλεύουν, επιμορφώνουν, οργανώνουν και υποστηρίζουν επιχειρηματίες και δημιουργούς για την ευημερία του γαλλικού βιβλίου. Κατ’ αρχήν, το CNL, που ιδρύθηκε το 1946 (το αρχαιότερο του είδους), με στόχο να στηρίζει με διάφορα μέσα και αναθέσεις όλους τους συντελεστές της αλυσίδας του βιβλίου (συγγραφείς, εκδότες, βιβλιοπώλες, βιβλιοθηκονόμους, οργανωτές λογοτεχνικών εκδηλώσεων) και να συμμετέχει ενεργά στην προβολή της γαλλόφωνης δημιουργίας, αλλά και το παλαιό Bureau International de l’Edition Française (BIEF), που δημιουργήθηκε το 1873 από τον Κύκλο του Βιβλίου (Cercle de la Librairie), της εργοδοτικής δηλαδή οργάνωσης των επαγγελματιών του βιβλίου, με ειδικό σκοπό την προώθηση του γαλλικού βιβλίου στο εξωτερικό, την εκπροσώπηση της γαλλικής έκδοσης στις διεθνείς εκθέσεις, την έκδοση και διακίνηση θεματικών καταλόγων σε διάφορες γλώσσες και μηνιαίου περιοδικού με τις δραστηριότητές του (La Lettre), την παρακολούθηση και ανάλυση των διαφόρων εθνικών αγορών του βιβλίου και τη δημιουργία δικτύων των συντελεστών του βιβλίου μέσω επαγγελματικών ανταλλαγών, θεματικών συναντήσεων και σεμιναρίων. Το BIEF διατηρεί ακόμα γραφείο στη Νέα Υόρκη, το The French Publishers’ Agency, για τη διαπραγμάτευση πνευματικών δικαιωμάτων στην αγγλική γλώσσα και διαθέτει ειδικό αγγλόφωνο τμήμα που προωθεί τη μεταφορά γαλλικών βιβλίων στον κινηματογράφο (French Books into Films).
Για την επισκόπηση αυτή προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε επίσης στοιχεία για την κατάσταση και τη θέση των εργαζομένων στο κλάδο της παραγωγής και διακίνησης του βιβλίου στις τρεις χώρες, χωρίς δυστυχώς μεγάλη επιτυχία. Ξέρουμε ότι στην Ισπανία, όπως και εδώ, η πλήρης απασχόληση αντικαταστάθηκε από υποτιθέμενους ελεύθερους επαγγελματίες με «μπλοκάκια» και οι αμοιβές μειώθηκαν δραματικά. Στις παρούσες συνθήκες παγκοσμιοποίησης, κρίσης, επισφαλούς εργασίας και ανεργίας, φαίνεται ότι μια από τις μεγαλύτερες απειλές για τον κλάδο είναι το outsourcing, η μετακίνηση τμημάτων ή και όλης της παραγωγής εκτός εθνικών συνόρων, φαινόμενο που δεν αφορά μόνο τον ευρωπαϊκό Νότο αλλά έχει αποδεκατίσει, για παράδειγμα, και την επί αιώνες ανθηρή εκδοτική βιομηχανία της Οξφόρδης.
Τι μπορούμε να κρατήσουμε από τη διεθνή εμπειρία; Ασφαλώς όχι τις γιγαντιαίες συγχωνεύσεις και τα μονοπώλια ούτε τα φαραωνικά πολυκαταστήματα ή τις αλυσίδες που διαλύουν την τοπική αγορά. Θα λέγαμε, από πλευράς των εκδοτών, την καλύτερη οργάνωση της αγοράς με την καθιέρωση ηλεκτρονικών συστημάτων παρακολούθησης της κίνησης των βιβλίων σε πραγματικό χρόνο, τη διοργάνωση κλαδικών εκθέσεων για μικρομεσαίους εκδότες με χαμηλότερο κόστος, συνέργειες με τους ανεξάρτητους βιβλιοπώλες αυτής της κατηγορίας, ιδίως στην επαρχία, άνοιγμα σε νέες κατηγορίες βιβλίων και μέριμνα για άρτια επιμελημένες, ωραίες εκδόσεις. Από κρατικής πλευράς πάλι, καθίσταται προφανής η σημασία της στήριξης αυτής της πολύ ιδιαίτερης κατηγορίας αγοράς που συνδυάζει τους οικονομικούς όρους με τις πολιτισμικές αξίες. Θα θέλαμε λοιπόν να δούμε την επαναφορά της Ενιαίας Τιμής Βιβλίου, τον εξορθολογισμό της φορολογίας και έναν νέο φορέα με αποκλειστικό αντικείμενο την προώθηση του βιβλίου και της ανάγνωσης, ώστε το κενό που άφησε η κατάργηση του ΕΚΕΒΙ να καλυφθεί με υπευθυνότητα και γνώση. Με στόχους την ενίσχυση της εγχώριας αγοράς, την προβολή του ελληνικού βιβλίου στο εξωτερικό και την ανάπτυξη της ανάγνωσης ένδον, για λόγους που προφανώς υπερβαίνουν τα οικονομικά μεγέθη…
Η εισήγηση του Χρήστου Τουλιάτου (βιβλιοϋπάλληλος)
Ως Πρωτοβουλία Συναδέλφων στο χώρο Βιβλίου − Χάρτου − Ψηφιακών Μέσων έχουμε πραγματοποιήσει δύο εκδηλώσεις για αμιγώς εργασιακά θέματα (για το Ασφαλιστικό και τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, καθώς και για τις επερχόμενες αλλαγές στα εργασιακά). Επιλέξαμε η τρίτη εκδήλωσή μας να έχει ως θεματολογία τις συνολικές αλλαγές του κλάδου στον οποίο εργαζόμαστε λόγω των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης. Ως εργαζόμενοι πρέπει, φυσικά, να δραστηριοποιούμαστε για την υπεράσπιση των συμφερόντων της τάξης μας. Πιστεύουμε όμως ότι ταυτόχρονα πρέπει και να επιχειρούμε να έχουμε άποψη για τον κλάδο εργασίας μας, να εξετάζουμε κριτικά το αντικείμενο της δουλειάς μας και την ποιότητα του προϊόντος του, του βιβλίου, το οποίο άλλωστε δεν είναι και ένα συνηθισμένο προϊόν καθημερινής κατανάλωσης, αλλά ίσως το πιο βασικό μέσο διάχυσης της γνώσης με σημαντικό πολιτιστικό και ψυχαγωγικό ρόλο. Στο πλαίσιο αυτό, επιλέξαμε να καλέσουμε μία δημοσιογράφο που έχει κάνει ρεπορτάζ για την κατάσταση στο χώρο του βιβλίου στην κρίση και μία πανεπιστημιακό που έχει σχετική ερευνητική ενασχόληση και ενδιαφέρον. Από την πλευρά μας, θα παρουσιάσουμε εντελώς συνοπτικά μια γενική εικόνα του χώρου του βιβλίου στην περίοδο της κρίσης.
Στο χώρο του βιβλίου στην Ελλάδα υπήρχαν και υπάρχουν ακόμα σε σημαντικό βαθμό μικρομεσαίες επιχειρήσεις, συχνά οικογενειακές, με σχετικά μικρό αριθμό εργαζομένων, μη καθετοποιημένες, με διάχυση των εργασιών σε ένα ευρύτερο δίκτυο συνεργασιών που καλύπτουν τις διάφορες αναγκαίες φάσεις για την παραγωγή ενός βιβλίου (επιμέλεια, μετάφραση, εκτύπωση, βιβλιοδεσία, πώληση κ.λπ.). Το συγκριτικά μικρό εύρος χρήσης της ελληνικής γλώσσας (Ελλάδα, Κύπρος, ομογένεια) θέτει συγκεκριμένα όρια εξαρχής για την αγορά ελληνόγλωσσων βιβλίων, όπου δεν υπάρχουν οι οικονομίες κλίμακας που δημιουργεί, για παράδειγμα, η παγκόσμια χρήση της αγγλικής γλώσσας ή γλωσσών που χρησιμοποιούνται ευρέως (ισπανική, γαλλική, αραβική κ.ά.). Αυτό όμως αποτελεί ταυτόχρονα και συνθήκη «προστασίας» της συγκεκριμένης αγοράς από εξωτερικό ανταγωνισμό και διευκολύνει την ύπαρξη του σχετικά μικρού μεγέθους και του μεγάλου αριθμού των επιχειρήσεων.
Αυτή η επιχειρησιακή «γεωγραφία» του κλάδου δεν έμεινε ανέπαφη στην κρίση. Αντιθέτως, τόσο ο βασικός κορμός του κλάδου, οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, όσο και μεγαλύτερες δέχθηκαν ισχυρό πλήγμα από τις επιπτώσεις της κρίσης. Η πίεση στην κερδοφορία κάποιων μεγαλύτερων επιχειρήσεων του κλάδου ήταν μάλιστα μεγαλύτερη συγκριτικά, με αποτέλεσμα να υπάρξουν και τα γνωστά λουκέτα, αλλά, όπως είναι λογικό, το πλήγμα ήταν σημαντικό γενικά για τους πολλούς «μεσαίους» εκδότες λόγω της αδυναμίας συχνά να το υπερβούν (αδυναμία ρευστότητας λόγω υπερδανεισμού, αύξησης της φορολογίας κ.λπ.). Αξιοσημείωτο είναι ότι έδειξαν σχετική αντοχή μικροί οίκοι (ενίοτε και νέοι) με 1-2 εργαζομένους ή ακόμα και συνεταιριστικοί με συχνά περιστασιακή λειτουργία που δεν αντιμετώπισαν τα κύρια προβλήματα των υπολοίπων (πάγια κόστη, μεγάλη έκθεση σε δανεισμό κ.ά.). Σε αυτή την εικόνα συνέβαλε, φυσικά, η πτώση της αγοραστικής δύναμης των αναγνωστών, που οδήγησε σε μεγάλες μειώσεις του τζίρου (κατά 36% συνολικά: από 238 εκατ. ευρώ το 2009 στα 153 εκατ. ευρώ το 2014). Κι αυτό παρόλο που το βιβλίο μέσα στην κρίση έγινε συγκριτικά πιο φτηνό ως προϊόν, καθώς στην περίοδο 2009-2014 ο συνολικός δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε κατά 7,4%, ενώ ο δείκτης τιμών βιβλίου μειώθηκε κατά 2,6%.1 Στην όξυνση της κρίσης συνέβαλαν, βέβαια, και η αύξηση του ΦΠΑ (από 6,5% σε 23%) στη βιβλιοδεσία, στην εκτύπωση και στα άλλα στάδια παραγωγής του βιβλίου, οι μεγάλες οφειλές ειδικά των μεγάλων βιβλιοπωλείων σε εκδοτικούς οίκους και η κατάργηση της ενιαίας τιμής του βιβλίου. Η τελευταία συνέβαλε αρκετά και στην αντίστοιχη εικόνα που διαμορφώθηκε στο τοπίο των βιβλιοπωλείων όπου σημαντικό πλήγμα δέχθηκαν τα μικρά συνοικιακά βιβλιοπωλεία και αναπτύχθηκαν αλυσίδες πολυκαταστημάτων (συχνά με λειτουργία και πολυχώρων), που ορίζουν πλέον από θέση ισχύος τις τιμές αγοράς και το μερίδιο της τιμής που καταλήγει στον εκδότη.
Όσον αφορά τη βιβλιοπαραγωγή, είναι σαφές ότι έχει μειωθεί αισθητά έπειτα από μια σημαντική αύξηση στη δεκαετία του 1990 και στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2000 με κορύφωση λίγο πριν από το ξέσπασμα της κρίσης (από περίπου 3.000 νέους τίτλους το 1990 σε 7.338 το 2000, 10.680 το 2008 και μετά μείωση σε περίπου 7.000 το 2012, σύμφωνα με αδημοσίευτα στοιχεία του ΕΚΕΒΙ).2 Πλέον υπάρχει έλλειψη στοιχείων για την ακριβή αποτύπωση αυτής της μείωσης. Αφενός λόγω της κατάργησης του ΕΚΕΒΙ το 2013, αφετέρου επειδή η καταμέτρηση των ISBN που δίνονται δεν αντιστοιχεί πλήρως σε μεμονωμένα βιβλία-τίτλους που κυκλοφορούν, αφού διάφορες εκδόσεις του ίδιου τίτλου (ebook κ.λπ.) παίρνουν διαφορετικό ISBN και αρκετοί τίτλοι που παίρνουν ISBΝ τελικά δεν κυκλοφορούν για διάφορους λόγους. Η κοινή αίσθηση όμως είναι ότι υπάρχει μια σχετική αύξηση της λογοτεχνίας, μείωση του δοκιμίου, αύξηση των βιβλίων (κυρίως νεότερης) ιστορίας, και ειδικά μες στα χρόνια της κρίσης των βιβλίων πολιτικής, οικονομίας και ευρωπαϊκών θεμάτων. Μάλιστα αυτό αφορούσε τόσο κάποια «εύκολα» εκλαϊκευτικά και χαμηλής ποιότητας βιβλία για την κρίση, αλλά και αξιόλογα ποιοτικά βιβλία, είτε εκλαϊκευτικά (π.χ. του Ν. Μπογιόπουλου, που πούλησε μερικές δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα και βρέθηκε μεταξύ των ευπώλητων για κάποιο διάστημα) είτε μεγαλύτερων απαιτήσεων από άποψη περιεχομένου (π.χ. Το Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα του Piketty, το οποίο πούλησε μερικές χιλιάδες αντίτυπα). Ταυτόχρονα, το παιδικό βιβλίο δεν φαίνεται να μειώνεται σχετικά, ενώ είναι ενδιαφέρον ότι δεν έχει επεκταθεί ιδιαίτερα η αγορά του ψηφιακού ηλεκτρονικού βιβλίου. Θυμίζουμε επίσης ότι οι περιπτώσεις αυτοχρηματοδότησης βιβλίων από τους Έλληνες συγγραφείς τους έχει αυξηθεί (ειδικά στο χώρο της ποίησης). Ειδικότερη περίπτωση, τέλος, είναι η αγορά των πανεπιστημιακών-επιστημονικών βιβλίων, που είναι ουσιαστικά «προστατευμένη» λόγω της κρατικής χρηματοδότησης για τα δωρεάν συγγράμματα, χωρίς την οποία −και παρά τη σημαντική μείωσή της από το 2011-2012 έως σήμερα− δύσκολα θα παρουσιαζόταν η αύξηση μεταφράσεων ξένων τίτλων που έγινε την τελευταία δεκαετία από τους μεγάλους «παίκτες» του χώρου.
Το κρίσιμο ζήτημα, φυσικά, από τη δική μας σκοπιά ως εργαζομένων είναι ποιος τελικά θα πληρώσει τις επιπτώσεις της κρίσης. Όπως συμβαίνει γενικά, έτσι και στο χώρο του βιβλίου δεν είμαστε όλοι (αφεντικά και εργαζόμενοι) μία ομάδα με κοινά συμφέροντα. Στην περίοδο της κρίσης, οι ζημιές που επωμίστηκαν εταιρείες μετακυλίονται στις πλάτες των εργαζομένων τους. Συχνά, μάλιστα, τα κέρδη είχαν ήδη κάνει φτερά σε προσωπικούς λογαριασμούς ή «εξαφανίζονταν» λογιστικά (ποιος, αλήθεια, πιστεύει εύκολα ότι κάποια πολυκαταστήματα που πλέον κυριαρχούν στο χώρο των βιβλιοπωλείων και συνεχώς επεκτείνονται ανοίγοντας νέα υποκαταστήματα είναι όντως τόσο ζημιογόνα όσο φαίνεται σε πρόσφατους ισολογισμούς;) και για τις ζημιές απλώς πληρώνουμε εμείς… Η κρίση αποδείχθηκε ευκαιρία και για επιχειρήσεις του κλάδου, και οι απολύσεις, οι μειώσεις μισθών και επιδομάτων, η κατάργηση υπερωριών, οι σημαντικές καθυστερήσεις πληρωμών και οι οφειλές έγιναν καθημερινότητα πολλών συναδέλφων/ισσών μας. Ταυτόχρονα, εμφανίστηκαν και νέες εργασιακές πρακτικές, ακολουθώντας μάλλον τις περίφημες «βέλτιστες πρακτικές» της αγοράς στην Ευρώπη και όχι μόνο…: Η χρήση της μαθητείας ως απλήρωτης εργασίας (σε σεμινάρια επιμέλειας, μετάφρασης κ.λπ.), η αξιοποίηση της εισόδου στην αγορά εργασίας νέων για τη μείωση των αμοιβών παλιών επαγγελματιών του χώρου (επιμελητών, μεταφραστών), η πρόσληψη με εκ περιτροπής εργασία, με voucher και με τις κατώτατες αμοιβές (που είναι ακόμα μικρότερες για νέους/ες), η «ατομική στοχοθεσία», που θέτει σε πωλητές ανέφικτους στόχους με κίνδυνο την απόλυση, οι mystery shoppers, η απαγόρευση στοιχειώδους απάλυνσης της έντασης της ορθοστασίας με την άρνηση διαλειμμάτων και ύπαρξης σκαμπό σε χώρους πολυκαταστημάτων κ.λπ.
Απέναντι σε όλα αυτά προσπαθούμε να αντιταχθούμε με το Σύλλογό μας, παρά τις δυσκολίες που έχει επιφέρει στη συλλογική οργάνωση και κινητοποίηση η περίοδος της κρίσης. Όπως και σε παλαιότερες δύσκολες περιόδους όμως, δεν μπορούμε παρά να ξαναρχίσουμε από την πραγματικότητα των εργασιακών χώρων, αντιστεκόμενοι σε κάθε επίθεση στα δικαιώματά μας, προσπαθώντας να ξαναοικοδομήσουμε με επιμονή τον συλλογικό ιστό της αλληλεγγύης, της οργάνωσης και της κινητοποίησης, ώστε να μπει φρένο στην επίθεση του κεφαλαίου και προοπτικά να βγουν οι δυνάμεις της εργασίας στην αντεπίθεση για την υπεράσπιση και τη διεύρυνση των δικαιωμάτων τους.
Στο επόμενο διάστημα έχουμε να αντιμετωπίσουμε τη νέα επίθεση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στα εργασιακά δικαιώματα που θα προκύψει από τον νέο γύρο «αξιολόγησης» και μνημονιακής «διαπραγμάτευσης». Αυτοί συζητούν την πλήρη κατάργηση του συνδικαλισμού και του δικαιώματος στην απεργία όπως το ξέραμε, νέες μειώσεις μισθών (υποκατώτατος κ.λπ.) και συντάξεων, αύξηση του ορίου απολύσεων κ.λπ. Ας αρχίσουμε λοιπόν να δίνουμε τη μάχη από τώρα, ας προετοιμάσουμε τις επόμενες κινηματικές μάχες.
- 1. Αναφέρεται στο http://ift.tt/2ju71dp στη βάση στοιχείων από τους Εθνικούς Λογαριασμούς. Αυτοί οι δύο δείκτες συμβάδιζαν στην περίοδο 2005-2008.
- 2. Αναφέρεται στο http://ift.tt/2jtX2ES.
The post «Η κρίση και οι επιπτώσεις της στο χώρο του βιβλίου και των εκδόσεων» appeared first on Ικαριακή Ραδιοφωνία.
Πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου